- αποκαθαρίζω
- (Α ἀποκαθαρίζω)νεοελλ.1. καθαρίζω εντελώς κάτι, τελειώνω το καθάρισμα2. ξεπλένω3. διακρίνω, δεν συγχέω τα πράγματααρχ.εξαγνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκαθαριεῖ — ἀποκαθαρίζω cleanse fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκαθαρίζω cleanse fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρίσαι — ἀποκαθαρίζω cleanse aor inf act ἀποκαθαρίσαῑ , ἀποκαθαρίζω cleanse aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρίσεις — ἀποκαθαρίζω cleanse aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκαθαρίζω cleanse fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρίσομεν — ἀποκαθαρίζω cleanse aor subj act 1st pl (epic) ἀποκαθαρίζω cleanse fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαριεῖς — ἀποκαθαρίζω cleanse fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαριεύσῃ — ἀποκαθαρίζω cleanse fut part act fem dat sg (epic ionic) ἀποκαθαριεύω aor subj mid 2nd sg ἀποκαθαριεύω aor subj act 3rd sg ἀποκαθαριεύω fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκαθαριεύσῃ , ἀποκαθαριεύω futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποκαθαριεύσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαριζομένη — ἀποκαθαρίζω cleanse pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρισθεῖσα — ἀποκαθαρίζω cleanse aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρισθῇ — ἀποκαθαρίζω cleanse aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρίσαντες — ἀποκαθαρίζω cleanse aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)